- αγάς
- (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του γυναικωνίτη) και ο χασεκί α. (αρχιφύλακας). Αργότερα όμως καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος των μουσουλμάνων κατώτερων υπαλλήλων που ήταν αγράμματοι και δεν μπορούσαν να φέρουν τον τίτλο του εφέντη, ποτέ όμως δεν χρησιμοποιήθηκε για τους αντίστοιχους χριστιανούς, που έφεραν τον τίτλο τσορμπατζής. Παρά την ταπεινή θέση που είχε ο α., οι ραγιάδες όφειλαν να τον σέβονται, να σηκώνονται μπροστά του, αν ήταν καθισμένοι και, αν ήταν έφιπποι, να αφιππεύουν και να υποκλίνονται. Ο τίτλος όμως συνόδευε και το όνομα κάθε εύπορου που δεν ήταν αξιωματούχος (π.χ. Αχμέτ α.), αλλά και υπηκόου που δεν ήταν μουσουλμάνος (π.χ. Δημήτρ’ α.). Στην Αλγερία, στη στρατιωτική και διοικητική ιεραρχία, ο τίτλος του α. είναι ανώτερος του καΐντ και κατώτερος του μπας α., που αντιστοιχεί με τον δικό μας βαθμό του συνταγματάρχη. Η λέξη α. χρησιμοποιείται σε φράσεις της καθημερινής μας ζωής για να χαρακτηρίσειαυτόν που ζει άνετα και αγαπά την καλοπέραση ή και τον δεσποτικό, τον τυραννικό και τον αυταρχικό άνθρωπο.
Ο Αχμέτ αγάς υπήρξε χαρακτηριστικός τύπος αγά του 19ου αι.
Αναμνηστικό κεραμικό της Μέκκας, που προοριζόταν για προσκυνητές αγάδες (Ισλαμικό Μουσείο, Κάιρο).
* * *ο (Μ ἀγάς)τίτλος Τούρκου αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητήςνεοελλ.μτφ.1. δεσποτικός, τύραννος2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aga (= διοικητής)].
Dictionary of Greek. 2013.